Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

γεμίζω) βενζίνη

См. также в других словарях:

  • φουλάρω — (λ. αγγλ.), φουλάρισα, φουλαρισμένος 1. μτβ. και αμτβ., γεμίζω τελείως, είμαι γεμάτος ως επάνω, κάνω κάτι πλήρες: Φουλάρω το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου με βενζίνη. – Το δοχείο πετρελαίου φουλάρισε. 2. πηγαίνω πολύ γρήγορα, τρέχω πάρα πολύ:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»