-
1 бензин
бензинм ἡ βενζίνη, ἡ μπενζίνα:авиационный \бензин ἡ βενζίνη ἀεροπλάνων; заправляться \бензином ἐφοδιάζομαι μέ βενζίνη, παίρνω (или γεμίζω) βενζίνη. -
2 заправить
заправить, заправлять (горючим) εφοδιάζω με καύσιμη ύλη \заправиться (горючим ) παίρνω (или γεμίζω) βενζίνη* * *= заправлять -
3 заправиться
(горючим) παίρνω ( или γεμίζω) βενζίνη
См. также в других словарях:
φουλάρω — (λ. αγγλ.), φουλάρισα, φουλαρισμένος 1. μτβ. και αμτβ., γεμίζω τελείως, είμαι γεμάτος ως επάνω, κάνω κάτι πλήρες: Φουλάρω το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου με βενζίνη. – Το δοχείο πετρελαίου φουλάρισε. 2. πηγαίνω πολύ γρήγορα, τρέχω πάρα πολύ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)